- παραστοχάζομαι
- Α1. (μτβ.) προσπαθώ να επιτύχω κάτι, σκοπεύω, αποβλέπω σε κάτι («παραστοχάζομαι τής συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)2. (αμτβ.) τιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ3. βγαίνω έξω από τον στόχο μου, αποτυγχάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραστοχάζομαι — aim at pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστοχάσομαι — παραστοχάζομαι aim at aor subj mp 1st sg (epic) παραστοχάζομαι aim at fut ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστοχαζόμενος — παραστοχάζομαι aim at pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστοχασάμενοι — παραστοχάζομαι aim at aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστοχασάμενος — παραστοχάζομαι aim at aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστοχάζεσθαι — παραστοχάζομαι aim at pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)